τεύτλο

τεύτλο
το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α
καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές τού είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα τής οικογένειας χηνοποδιίδες, που αποτελούν χυμώδη και σαρκώδη διετή ποώδη φυτά, χρησιμοποιούνται ως λαχανικά και ως κτηνοτροφικά και βιομηχανικά φυτά και διακρίνονται σε τέσσερεις τύπους: τα ζαχαρότευτλα, τα κτηνοτροφικά τεύτλα, τα λαχανοκομικά τεύτλα ή παντζάρια ή κοκκινογούλια και τα σέσκουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. τευθίς* δεν θεωρείται πιθανή. Για την εναλλαγή σ/τ, πρβλ. σίλφη: τίλφη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεύτλο — το κοκκινογούλι, παντζάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Rübe (Art) — Rübe Zuckerrübe (Beta vulgaris subsp. vulgaris, Altissima Gruppe) Systematik Kerneudikotyledonen …   Deutsch Wikipedia

  • ζαχαρότευτλο — Ποώδες φυτό, της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ποικιλία του παντζαριού (τεύτλου). Η επιστημονική ονομασία του είναι βέτα η ζαχαροφόρα. Βλ. λ. τεύτλο. * * * το βοτ. το φυτό «τεύτλον το σακχαροφόρον», από το οποίο παράγεται ζάχαρη …   Dictionary of Greek

  • θετίνες — οι (βιοχ.) μεθυλιωτικοί παράγοντες που είναι άφθονοι στα θαλάσσια φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thetin, τ. που προέκυψε από τη σύντμηση τής γραφής τού χημ. όρου thio betaine που είναι νόθο σύνθ. < thio (πρβλ. θείο(ΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • καππαρόριζον — καππαρόριζον, τὸ (Μ) η ρίζα τού φυτού κάππαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάππαρις + ριζον (ουδ. τού ριζος, συν. ρρίζος < ρίζα), πρβλ. μελανό ρρι ζον, τευτλό ρριζον] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκόριζον — κοκκόριζον, τό (Μ) ονομασία θεραπευτικού βοτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + (ρ)ριζον (< ῥίζα), πρβλ. μελανό ρριζον, τευτλό ρριζον] …   Dictionary of Greek

  • μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… …   Dictionary of Greek

  • παντζάρι — το 1. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. κοκκινογούλι 2. φρ. «έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι» ή «κοκκίνισε σαν παντζάρι» έγινε κατακόκκινος, συν. από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancar] …   Dictionary of Greek

  • σακχαρότευτλο — το, Ν το ζαχαρότευτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + τεύτλο. Η λ., στον πληθ. σακχαρότευτλα, μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”